ανάδεσμος
Смотреть что такое "ανάδεσμος" в других словарях:
ανάδεσμος — ανάδεσμος, ο και ανάδημα, το και ανάδεμα, το ταινία για το δέσιμο των μαλλιών των γυναικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνάδεσμος — bandage masc nom sg ἀναδέσμη band for women s hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέσμου — ἀνάδεσμος bandage masc gen sg ἀναδέσμη band for women s hair masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέσμῳ — ἀνάδεσμος bandage masc dat sg ἀναδέσμη band for women s hair masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάδεσμον — ἀνάδεσμος bandage masc acc sg ἀναδέσμη band for women s hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέκτης — ο [ανέχω] 1. ανάδεσμος, κάθε όργανο πού στηρίζει από επάνω κάποιο αντικείμενο 2. Ναυτ. γουρδέλι, κορδέλι … Dictionary of Greek
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
μιτρανάδεσμος — μιτρανάδεσμος, ὁ (Μ) διάδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + ἀνάδεσμος «κορδέλα που συγκρατεί τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek
ανάδημα — το, ατος βλ. αναδεσμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)